-
1 μανία
μανία, ἡ, Raserei, Wahnsinn, auch von jeder heftigen Gemüthsbewegung, wie Liebe, Zorn, ἐρώτων ὀξύτεραι μανίαι, Pind. N. 11, 48; φρενοπληγεῖς μανίαι, Aesoh. Prom. 881 u. öfter, wie Soph., μανίᾳ ἁλοὺς Αἴας ἀπελωβήϑη, Ai. 215, κεῖνος ἐπέγνω μανίαις, in thörichtem Wahnsinn, ψαύων τὸν ϑεόν, Ant. 950; Ar., der auch den plur. braucht, Pax 65; Her., der auch adjectivisch sagt μανίη νοῦσος, 6, 75; μέχρι μανίας ἡ σφοδρὰ ἡδονὴ κατέχουσα, Plat. Phil. 45 e; καὶ φιλεραστία, Conv. 213 d; auch = göttliche Begeisterung, ἀπὸ Μουσῶν κατοκωχή τε καὶ μανία, Phaedr. 245 a, τῆς φιλοσόφου μανίας τε καὶ βακχείας, Conv. 218 b; der σωφροσύνη entgegengesetzt, Prot. 323 b, vgl. Phaedr. 244 d, u. der φρόνησις, Alc. II, 139 b; μανίαν πολλὴν καταγνῶναί τινος, Isocr. 4, 133 u. Folgde; μανίαν ἐῤῥωμένην μαίνεσϑαι, Luc. adv. ind. 22, wie κοινὴν μανίαν μεμηνέναι, abdicat. 31.
-
2 σφάκελος
σφάκελος, ὁ, Entzündung der fleischigen Theile des Leibes, kalter Brand, wie γάγγραινα. Auch Frostschaden, Erfrieren der Glieder; der Brand der Bäume; übtr. heftiger Schmerz, u. das Aeußern desselben durch Zucken und krampfhafte Bewegung, Medic.; so auch ὑπό μ' αὖ σφάκελος καὶ φρενοπληγεῖς μανίαι ϑάλπουσι, Aesch. Prom. 880; auch ἀνέμων σφ., der gewaltige Andrang der Stürme, 1047.
См. также в других словарях:
σφάκελος — (I) ο, ΝΑ νεοελλ. νεκρωτικός ιστός που βρίσκεται σε εξέλιξη προς την αποβολή του, όπως στη γάγγραινα τού δέρματος αρχ. 1. (για οστά) σήψη 2. σπασμώδης κίνηση, σπασμός («ὑπό μ αὖ σφάκελος καὶ φρενοπληγεῑς μανίαι θάλπουσι», Αισχύλ.) 3. φρ.… … Dictionary of Greek
υποθάλπω — ὑποθάλπω, ΝΑ [θάλπω] 1. θερμαίνω κάτι ελαφρώς 2. μτφ. συμβάλλω, χωρίς να φαίνομαι, στη διατήρηση ή στην έξαψη ενός συναισθήματος ή πάθους, υποδαυλίζω νεοελλ. συντηρώ ή τροφοδοτώ κάποιον κρυφά («υποθάλπω ληστή») αρχ. 1. (ιδίως) θερμαίνω λίγο κάτι… … Dictionary of Greek
φρενοπληγής — ες, Α (ποιητ. τ.) αυτός που πλήττει τις φρένες, που οδηγεί σε φρενοπληξία («φρενοπληγεῑς μανίαι», Αισχύλ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + πληγής (< πλήσσω), πρβλ. ἡμι πληγής, θεο πληγής] … Dictionary of Greek